Όπως προέκυψε από την έρευνα, οι 11 δράστες είχαν συγκροτήσει εγκληματική οργάνωση με δομημένη δραστηριότητα και συγκεκριμένο τρόπο δράσης (modus operandi). Αξίζει να αναφερθεί ότι σημαντικό ρόλο στην εξιχνίαση των υποθέσεων έπαιξε και η ταύτιση των ανευρεθέντων, σε κάθε περίπτωση, βιολογικών υλικών (DNA) με το αντίστοιχο βιολογικό υλικό (DNA) των συλληφθέντων.
Τα μέλη της οργάνωσης, κατά τη διάρκεια των εγκληματικών τους πράξεων, είχαν διακριτούς ρόλους (επιτηρητές - τσεκαδόροι, τσιλιαδόροι, συντονιστές επικοινωνιών κ.λπ.), ενώ συχνά, ανάλογα με το στόχο, άλλαζε ο ρόλος του καθενός. Σε περιπτώσεις μάλιστα, σύλληψης παλαιοτέρων μελών στην οργάνωση στρατολογούνταν νέα μέλη.
Πριν διαπράξουν τις ληστείες, οι δράστες χαρτογραφούσαν την κάθε περιοχή, επόπτευαν τους στόχους, παρακολουθούσαν τις κινήσεις των υπαλλήλων τραπεζών και των χρηματαποστολών. Αφού εντόπιζαν τα τρωτά σημεία των κτιρίων, στα οποία στεγάζονται τα υποκαταστήματα των τραπεζών, τα εκμεταλλεύονταν, προκειμένου να εισέλθουν με ευκολία στο εσωτερικό τους.
Σε πολλές περιπτώσεις πριόνιζαν, από τις προηγούμενες μέρες, τα κάγκελα παραθύρων των υποκαταστημάτων, ώστε να είναι εύκολη η είσοδός τους σε αυτά. Επισημαίνεται ότι μετά τον πριονισμό, κολλούσαν πρόχειρα τα κάγκελα στη θέση τους με σιδερόστοκο, ώστε να μην γίνει η πράξη τους αντιληπτή από τους υπευθύνους.
Τα μέλη της οργάνωσης ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνα και δεν δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν βαρύ οπλισμό, είτε για τον εκφοβισμό ατόμων είτε με ανθρωποκτόνο πρόθεση εναντίον οποιουδήποτε τυχόν παρεμπόδιζε την επίτευξη του σκοπού τους. Επίσης, δεν δίστασαν να τα χρησιμοποιήσουν και εναντίον αστυνομικών στις περιπτώσεις που εγκλωβίσθηκαν κατά τη διαφυγή τους.
Επιπλέον, διέθεταν τις κατάλληλες τεχνικές γνώσεις και τα μέσα για την κατασκευή αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών, τους οποίους χρησιμοποιούσαν για τη διάρρηξη των Αυτόματων Τραπεζικών Μηχανών.
Κατά τη διάρκεια της εγκληματικής τους δραστηριότητας, χρησιμοποιούσαν είτε κλεμμένα αυτοκίνητα, τα οποία άλλα μέλη της ομάδας είχαν αφαιρέσει από διάφορες περιοχές της Αττικής και είχαν τοποθετήσει σε αυτά πλαστές πινακίδες κυκλοφορίας, είτε αυτοκίνητα με πλαστογραφημένα συνοδευτικά έγγραφα.
Παράλληλα, για την επίτευξη του σκοπού τους ενοικίαζαν χώρους – διαμερίσματα σε διάφορες περιοχές της Αττικής, όπου απέκρυπταν τα μέσα και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν κατά τη διάρκεια των εγκληματικών τους πράξεων (οπλισμός, κλεμμένα οχήματα, υλικά για τους αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς, φορητοί ηλεκτρικοί αεροσυμπιεστές, μανόμετρα, ηλεκτρικοί τροχοί, είδη ρουχισμού κ.λπ).
Τα χρήματα που αποκόμιζαν από τις ληστείες τα επένδυαν σε ακίνητα και καταστήματα, ενώ διαβίωναν με πολυτελή τρόπο.
Η προανάκριση συνεχίζεται, ενώ εξετάζεται η συμμετοχή των δραστών και σε άλλες παρόμοιες εγκληματικές πράξεις.