Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Βιό και όχι τόξο...είχε ο κατηγορηθείς γιά κακούργημα , τοξοβόλος της Αθήνας.


Το Ελληνικό τόξο ( ο “βιός”, κατά τον Όμηρο ) απετελείτο από δύο ακραία καμπύλα μέρη
(‘κέρατα’) τα οποία συνέδεε ένα κεντρικό ( “πήχυς” ) το οποίο αποτελούσε και την λαβή ( Ομ. Ιλ. Δ,105-126 ). Η χορδή του κατεσκευάζετο από νεύρο ή ιμάντα βοδινό ( “νευρά βοεία” ) η οποία στο μεν ένα άκρο της ήταν σταθερά στερεωμένη ενώ στο άλλο, όποτε επρόκειτο να τοξευθεί βέλος, στερεώνονταν σε ένα είδος αγκίστρου ( “κορώνη” ή  “χρυσέη” όπως ο Όμηρος την αναφέρει ποιητικά ). Το βέλος ( “οϊστός” ή “ιός” ) απετελείτο ( βλ. Ησιοδ. Ασπ. 130-135 ) από την “αιχμή”, τον “ξυστό”, την “πτέρυγα” και την “γλυφίδα”, διαθέτοντας μέσο συνολικό μήκος 50 έως 60 εκατοστομέτρων. Η αιχμή ( “άρδις”, Ηροδ. Α 215, Δ 81 ) ήταν χάλκινη ( “χαλκήρη” την αποκαλεί ο Όμηρος στην Ιλιάδα, Ε 662 ) ενώ κάποιες αιχμές, μάλλον Περσικές, βρέθηκαν να είναι κατασκευασμένες από κατάλληλα διαμορφωμένο αιχμηρό λίθο. Η συνήθεια της “βαφής” των αιχμών με δηλητήριο εθεωρείτο ως βάρβαρο έθος αν και ο Οδυσσέας πηγαίνει στους Θεσπρωτούς για να προμηθευθεί αυτό το “ανδροφόνο φάρμακο” ( Ομήρου Οδύσσεια Α 261-263) Ο ξυστός ( κορμός ) του βέλους ήταν ξύλινος ή καλάμινος, λεπτός και λείος. Ξυστοί που
βρέθηκαν σε Αιγυπτιακούς τάφους είχαν μήκος 22-34΄΄. Η πτέρυγα ενός Ελληνικού βέλους ήταν κατασκευασμένη από φτερά μαύρου αετού ( όπως στην περίπτωση των βελών του Ηρακλέους, Ησίοδ. Ασπ. 130 ). Η  “γλυφίς” ήταν η απόληξη του ξυστού στην οποία εισήρχετο η νευρά του τόξου. Τα αρχαία βέλη δεν διέθεταν το επιπρόσθετο πυθμένιο που διαθέτουν τα σύγχρονα βέλη και το σημείο εγκαθιδρίσεως της νευράς δεν ήταν παρά η ίδια η βάση του κορμού του βέλους ανάλογα διασκευασμένη. Σε πολιορκίες ή ναυμαχίες συχνά ετοξεύοντο βέλη πυρφόρα ( Δίων. Κάσς. Ν 34 ) προς μετάδοση εμπρηστικού αποτελέσματος. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Ιστορικού Αρριανού ( Αλεξ. Ανάβ. 18/6, 21/3 κ.α.) περί της αντιμετωπίσεως των ανδρών του Μεγάλου Αλεξάνδρου από Ασιάτες τοξότες με βέλη “πυρφόρα”.


Όταν το τόξο δεν εχρησιμοποιείτο εφέρετο σε τοξοθήκη η οποία ωνομάζετο “γορητός” ( Ομ. Οδ. Φ54 ) συνώνυμον της “φαρέτρας” όπου εφυλάσσοντο τα βέλη. Τέτοιες τοξοθήκες αναπαριστώνται στα γλυπτά της Περσεπόλεως με εξαιρετική λεπτομέρεια. Έναν τέτοιο ‘γορυτό’ βλέπουμε ανάγλυφο και στο Μουσείο Pio-Clementino. Η φαρέτρα ήταν μία σκύτινη θήκη στην οποία εφυλάσσοντο μόνον βέλη, συνήθως 10-15. Οι Έλληνες την κρεμούσαν στην πλάτη με το στόμιό της προς τον δεξιό ώμο μέσω ενός ιμάντα τον οποίο καλούσαν “τελαμώνα”, ενώ, οι βάρβαροι την κρεμούσαν στην ζώνη προς την αριστερή οσφύ ( Ηρδ. Β 141, Ζ 61 ). Συχνά η φαρέτρα έκλεινε με σκέπασμα (“πώμα”, Ομ. Ιλ. Δ 116, Οδ. Θ 3,14 ) και κάποιες από αυτές άνοιγαν και από τα δύο άκρα τους (“αμφηρεφείς” ). Επίσης, μία άλλη λύση ταυτοχρόνου φυλάξεως του τόξου και των βελών έδινε το “τοξοφάρετρον” ( Μαυρικ. Στρατ. 1,2 ).

Το Ελληνικό τόξο ( ο “βιός”, κατά τον Όμηρο ) απετελείτο από δύο ακραία καμπύλα μέρη
(‘κέρατα’) τα οποία συνέδεε ένα κεντρικό ( “πήχυς” ) το οποίο αποτελούσε και την λαβή ( Ομ. Ιλ. Δ,105-126 ). Η χορδή του κατεσκευάζετο από νεύρο ή ιμάντα βοδινό ( “νευρά βοεία” ) η οποία στο μεν ένα άκρο της ήταν σταθερά στερεωμένη ενώ στο άλλο, όποτε επρόκειτο να τοξευθεί βέλος, στερεώνονταν σε ένα είδος αγκίστρου ( “κορώνη” ή  “χρυσέη” όπως ο Όμηρος την αναφέρει ποιητικά ). Το βέλος ( “οϊστός” ή “ιός” ) απετελείτο ( βλ. Ησιοδ. Ασπ. 130-135 ) από την “αιχμή”, τον “ξυστό”, την “πτέρυγα” και την “γλυφίδα”, διαθέτοντας μέσο συνολικό μήκος 50 έως 60 εκατοστομέτρων. Η αιχμή ( “άρδις”, Ηροδ. Α 215, Δ 81 ) ήταν χάλκινη ( “χαλκήρη” την αποκαλεί ο Όμηρος στην Ιλιάδα, Ε 662 ) ενώ κάποιες αιχμές, μάλλον Περσικές, βρέθηκαν να είναι κατασκευασμένες από κατάλληλα διαμορφωμένο αιχμηρό λίθο. Η συνήθεια της “βαφής” των αιχμών με δηλητήριο εθεωρείτο ως βάρβαρο έθος αν και ο Οδυσσέας πηγαίνει στους Θεσπρωτούς για να προμηθευθεί αυτό το “ανδροφόνο φάρμακο” ( Ομήρου Οδύσσεια Α 261-263) Ο ξυστός ( κορμός ) του βέλους ήταν ξύλινος ή καλάμινος, λεπτός και λείος. Ξυστοί που
βρέθηκαν σε Αιγυπτιακούς τάφους είχαν μήκος 22-34΄΄. Η πτέρυγα ενός Ελληνικού βέλους ήταν κατασκευασμένη από φτερά μαύρου αετού ( όπως στην περίπτωση των βελών του Ηρακλέους, Ησίοδ. Ασπ. 130 ). Η  “γλυφίς” ήταν η απόληξη του ξυστού στην οποία εισήρχετο η νευρά του τόξου. Τα αρχαία βέλη δεν διέθεταν το επιπρόσθετο πυθμένιο που διαθέτουν τα σύγχρονα βέλη και το σημείο εγκαθιδρίσεως της νευράς δεν ήταν παρά η ίδια η βάση του κορμού του βέλους ανάλογα διασκευασμένη. Σε πολιορκίες ή ναυμαχίες συχνά ετοξεύοντο βέλη πυρφόρα ( Δίων. Κάσς. Ν 34 ) προς μετάδοση εμπρηστικού αποτελέσματος. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Ιστορικού Αρριανού ( Αλεξ. Ανάβ. 18/6, 21/3 κ.α.) περί της αντιμετωπίσεως των ανδρών του Μεγάλου Αλεξάνδρου από Ασιάτες τοξότες με βέλη “πυρφόρα”.


Όταν το τόξο δεν εχρησιμοποιείτο εφέρετο σε τοξοθήκη η οποία ωνομάζετο “γορητός” ( Ομ. Οδ. Φ54 ) συνώνυμον της “φαρέτρας” όπου εφυλάσσοντο τα βέλη. Τέτοιες τοξοθήκες αναπαριστώνται στα γλυπτά της Περσεπόλεως με εξαιρετική λεπτομέρεια. Έναν τέτοιο ‘γορυτό’ βλέπουμε ανάγλυφο και στο Μουσείο Pio-Clementino. Η φαρέτρα ήταν μία σκύτινη θήκη στην οποία εφυλάσσοντο μόνον βέλη, συνήθως 10-15. Οι Έλληνες την κρεμούσαν στην πλάτη με το στόμιό της προς τον δεξιό ώμο μέσω ενός ιμάντα τον οποίο καλούσαν “τελαμώνα”, ενώ, οι βάρβαροι την κρεμούσαν στην ζώνη προς την αριστερή οσφύ ( Ηρδ. Β 141, Ζ 61 ). Συχνά η φαρέτρα έκλεινε με σκέπασμα (“πώμα”, Ομ. Ιλ. Δ 116, Οδ. Θ 3,14 ) και κάποιες από αυτές άνοιγαν και από τα δύο άκρα τους (“αμφηρεφείς” ). Επίσης, μία άλλη λύση ταυτοχρόνου φυλάξεως του τόξου και των βελών έδινε το “τοξοφάρετρον” ( Μαυρικ. Στρατ. 1,2 ).

Σε ό,τι αφορά στην στάση τοξεύσεως μας δίνει πληροφορίες απότμημα γλυπτού από το σύμπλεγμα του Ναού της Αίγινας το οποίο φυλάσσεται στο Μόναχο. Η στάση αυτή, ημιγονυπετής, υπαγορεύονταν από τις ανάγκες προφυλάξεως του βάλλοντος και τον περιορισμό της εκθέσεώς του στις εχθρικές βολές.


Οι Γάλλοι διετήρησαν τους Τοξότες μέχρι την εποχή του Λουδοβίκου ΙΒ΄, οι Άγγλοι μέχρι τα μέσα του ΙΖ΄αιώνος, οι Ρώσσοι μέχρι το 1807 και οι Τούρκοι μέχρι την πολιορκία της Βούδας (1686).ενώ οι Ελληνες σταμάτησαν να τα χρησιμοποιούν το 2011 , γιατί η χρήση του τόξου είναι κακούργημα...ειδικά στις μεγάλες πόλεις ...όπως η Αθήνα ..

Δεν υπάρχουν σχόλια: