Τι χάσαμε. Χάσαμε την αμεριμνησία που χαρακτήριζε την κοινωνία μας. Χάσαμε μέρος της αυτοπεποίθησής μας. Χάσαμε πολλά άξια και ικανά άτομα που παρασύρθηκαν από τη δίνη των προβλημάτων, την ανεργία. Χάνουμε νέα παιδιά που φεύγουν στο εξωτερικό ή μένουν εδώ καταδικασμένα στην απραγία. Και δυστυχώς χάσαμε ένα κομμάτι της κοινωνίας που πιστεύει ότι η λύση μπορεί να έρθει μέσω της καταστροφής. Που θεωρεί ότι μας ψεκάζουν. Ότι όλα είναι ελεγχόμενα. Ότι η βία και τα άκρα είναι η λύση.
Ακούω συχνά, από καθόλου ακραίους ανθρώπους, ότι η μόνο λύση είναι να διαλυθούν τα πάντα και να ξεκινήσουμε από την αρχή. Αυτή η προσέγγιση είναι σαν να λέμε ότι επειδή η Αθήνα έχει πολλές πολυκατοικίες, πολύ στενά δρομάκια, δεν έχει πολεοδομικό σχεδιασμό, δεν έχει πολύ πράσινο κ.α. ότι η μόνη λύση είναι να την ισοπεδώσουμε με έναν βομβαρδισμό και να την ξανά κτίσουμε από την αρχή με οργανωμένα, με σχέδιο και τάξη. Αυτά δεν γίνονται. Είναι παρανοϊκά.
Όπως έχει πει ο Μαρξ οι άνθρωποι δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία τη δημιουργούν όμως όχι όπως τους αρέσει, όχι μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι επιλέγουν, αλλά μέσα σε συνθήκες που υπάρχουν, που είναι δεδομένες και από το παρελθόν κληροδοτημένες.
Τι κερδίσαμε. Ίσως ακούγεται περίεργο το ότι κερδίσαμε από την κρίση. Κερδίσαμε όμως μια μεγάλη εμπειρία. Μια επώδυνη εμπειρία μεν ωστόσο στη ζωή υπάρχουν και αυτά. Κερδίσαμε μια εμπειρία που μπορεί να μας οδηγήσει, υπό προϋποθέσεις, στην ωρίμανση και την ολοκλήρωση. Επίσης, γίναμε λίγο πιο πρακτικοί. Γιατί να έχει μια οικογένεια δυο αυτοκίνητα; Κοιτάμε τις τιμές. Δεν αγοράζουμε ρούχα που δεν φοράμε. Δεν παίρνουμε δάνεια για να κάνουμε γαμήλιες τελετές ή για να πάμε διακοπές. Δεν επιζητούμε τόσο πολύ την κοινωνική αναγνώριση μέσω της σπατάλης. Κερδίσαμε μια οικονομική σκέψη.
Τι μάθαμε; Φοβάμαι ότι εδώ υστερούμε. Δεν μαθαίνουμε εύκολα από τις εμπειρίες μας. Είμαστε βαθιά συντηρητικοί και αντιδρούμε σε κάθε αλλαγή. Έχουμε γαλουχηθεί με το μεγαλείο του παρελθόντος που δεν αφήνει πολύ χώρο για αδυναμίες, για λάθη. Όταν έχουμε, η τουλάχιστον θέλουμε να πιστεύουμε ότι έχουμε, προγόνους τόσο σπουδαίους, τόσο έξυπνους, τόσο προηγμένους, τόσο τέλειους, τόσο αξιοθαύμαστους πώς να αναγνωρίσεις ότι εσύ δεν είσαι τόσο τέλειος. Ότι δεν είσαι τόσο σημαντικός. Δεν είσαι τόσο σπουδαίος, τόσο ικανός. Δεν είσαι τόσο έξυπνος. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι αξιοθαύμαστο. Ότι στην πραγματικότητα σήμερα οι ξένοι σε βλέπουν και σε λυπούνται και σε συγκρίνουν διαρκώς με το μεγαλειώδες παρελθόν. «Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω» γράφει ο Σεφέρης.
Ίσως αυτό το χάσμα του ένδοξου χθες και του ταπεινού σήμερα δημιουργεί ένα μεγάλο ψυχολογικό τραύμα. Μας καθηλώνει στην παιδική ηλικία. Έτσι ποτέ δεν κάνουμε λάθη. Πάντα φταίει κάποιος άλλος. Φταίνε οι ξένοι. Ήταν οι αμερικάνοι, είναι τώρα οι γερμανοί. Και αναζητούμε τη λύση στο μαγικό, το φαντασιακό και το κράτος πατερούλη. Όπως τα μικρά παιδιά.
Υπάρχει χάσμα σε αυτό που πιστεύουμε για τον εαυτό μας και αυτό που πράττουμε καθημερινά. Για τους περισσότερους είναι δεδομένο ότι η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη και ότι είμαστε πολιτισμένοι. Όμως δεν γίνεται να είμαστε ευρωπαίοι και ταυτόχρονα να μην υπάρχει πεζοδρόμιο να περπατήσεις. Να παρκάρεις όπου σου αρέσει. Να θεωρούμαστε πολιτισμένοι και ταυτόχρονα να οδηγούμε σαν τρελοί και να σκοτωνόμαστε στους δρόμους σαν να μην υπάρχει αύριο. Να θαυμάζουμε τις παραλίες και ταυτόχρονα να σβήνουμε το τσιγάρο στις αμμουδιές. Να δεχόμαστε τις ακαθαρσίες στους δημόσιους χώρους. Να θαυμάζουμε την Ακρόπολη και ταυτόχρονα να θεωρούμε φυσικό το απάνθρωπο τσιμεντένιο δάσος πολυκατοικιών που μας περιβάλει. Να μην λέμε καλημέρα ο ένας στον άλλο. Κάτι δεν πάει καλά, μέσα μας.
Τι κερδίσαμε. Ίσως ακούγεται περίεργο το ότι κερδίσαμε από την κρίση. Κερδίσαμε όμως μια μεγάλη εμπειρία. Μια επώδυνη εμπειρία μεν ωστόσο στη ζωή υπάρχουν και αυτά. Κερδίσαμε μια εμπειρία που μπορεί να μας οδηγήσει, υπό προϋποθέσεις, στην ωρίμανση και την ολοκλήρωση. Επίσης, γίναμε λίγο πιο πρακτικοί. Γιατί να έχει μια οικογένεια δυο αυτοκίνητα; Κοιτάμε τις τιμές. Δεν αγοράζουμε ρούχα που δεν φοράμε. Δεν παίρνουμε δάνεια για να κάνουμε γαμήλιες τελετές ή για να πάμε διακοπές. Δεν επιζητούμε τόσο πολύ την κοινωνική αναγνώριση μέσω της σπατάλης. Κερδίσαμε μια οικονομική σκέψη.
Τι μάθαμε; Φοβάμαι ότι εδώ υστερούμε. Δεν μαθαίνουμε εύκολα από τις εμπειρίες μας. Είμαστε βαθιά συντηρητικοί και αντιδρούμε σε κάθε αλλαγή. Έχουμε γαλουχηθεί με το μεγαλείο του παρελθόντος που δεν αφήνει πολύ χώρο για αδυναμίες, για λάθη. Όταν έχουμε, η τουλάχιστον θέλουμε να πιστεύουμε ότι έχουμε, προγόνους τόσο σπουδαίους, τόσο έξυπνους, τόσο προηγμένους, τόσο τέλειους, τόσο αξιοθαύμαστους πώς να αναγνωρίσεις ότι εσύ δεν είσαι τόσο τέλειος. Ότι δεν είσαι τόσο σημαντικός. Δεν είσαι τόσο σπουδαίος, τόσο ικανός. Δεν είσαι τόσο έξυπνος. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι αξιοθαύμαστο. Ότι στην πραγματικότητα σήμερα οι ξένοι σε βλέπουν και σε λυπούνται και σε συγκρίνουν διαρκώς με το μεγαλειώδες παρελθόν. «Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω» γράφει ο Σεφέρης.
Ίσως αυτό το χάσμα του ένδοξου χθες και του ταπεινού σήμερα δημιουργεί ένα μεγάλο ψυχολογικό τραύμα. Μας καθηλώνει στην παιδική ηλικία. Έτσι ποτέ δεν κάνουμε λάθη. Πάντα φταίει κάποιος άλλος. Φταίνε οι ξένοι. Ήταν οι αμερικάνοι, είναι τώρα οι γερμανοί. Και αναζητούμε τη λύση στο μαγικό, το φαντασιακό και το κράτος πατερούλη. Όπως τα μικρά παιδιά.
Υπάρχει χάσμα σε αυτό που πιστεύουμε για τον εαυτό μας και αυτό που πράττουμε καθημερινά. Για τους περισσότερους είναι δεδομένο ότι η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη και ότι είμαστε πολιτισμένοι. Όμως δεν γίνεται να είμαστε ευρωπαίοι και ταυτόχρονα να μην υπάρχει πεζοδρόμιο να περπατήσεις. Να παρκάρεις όπου σου αρέσει. Να θεωρούμαστε πολιτισμένοι και ταυτόχρονα να οδηγούμε σαν τρελοί και να σκοτωνόμαστε στους δρόμους σαν να μην υπάρχει αύριο. Να θαυμάζουμε τις παραλίες και ταυτόχρονα να σβήνουμε το τσιγάρο στις αμμουδιές. Να δεχόμαστε τις ακαθαρσίες στους δημόσιους χώρους. Να θαυμάζουμε την Ακρόπολη και ταυτόχρονα να θεωρούμε φυσικό το απάνθρωπο τσιμεντένιο δάσος πολυκατοικιών που μας περιβάλει. Να μην λέμε καλημέρα ο ένας στον άλλο. Κάτι δεν πάει καλά, μέσα μας.
Αν δεν ενηλικιωθούμε, δεν δούμε κατάματα τα προβλήματα και την κατάσταση και δεν αναγνωρίσουμε τα λάθη μας, τίποτα δεν μπορεί να γίνει.
Και η επόμενη ημέρα; Τα πράγματα δεν φαίνεται να ξεμπλέκουν. Έξι χρόνια κρίσης και ακόμα κυνηγάμε την ουρά μας. Τεράστια ανεργία και τεράστια παραγωγικά προβλήματα. Ένα διοικητικό σύστημα που υπερφορολογεί τους πάντες (ή τουλάχιστον όσους για να υπάρχει χωρίς να παρέχει τίποτα: η δικαιοσύνη δεν λειτουργεί, η γραφειοκρατία βάζει διαρκώς εμπόδια στις επενδύσεις και στην καθημερινότητα των πολιτών, δημόσιες θέσεις στελεχώνονται με κομματικούς φίλους, στα νοσοκομεία χάος, τα δημόσια σχολειά υστερούν, οι αδύναμες κοινωνικές ομάδες είναι στο έλεος της τύχης.
Όλα αυτά δεν προοιωνίζουν καλύτερες ημέρες. Φαίνεται ότι για άλλη μια φορά οι ελπίδες θα διαψευστούν από την σκληρή πραγματικότητα. Την οποία όμως κάποια στιγμή επιτέλους πρέπει να δούμε κατάματα και να την αντιμετωπίσουμε ως ώριμα άτομα. Φταίνε και οι άλλοι φταίμε όμως και εμείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου